ιατροδικαστική

ιατροδικαστική
η
κλάδος της ιατρικής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιατροδικαστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιατροδικαστή («ιατροδικαστική εξέταση τού πτώματος») 2. το θηλ. ως ουσ. η ιατροδικαστική κλάδος τής ιατρικής που βοηθά τη δικαιοσύνη σε ζητήματα αστικού και ποινικού δικαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατροδικαστής …   Dictionary of Greek

  • Γεωργιάδης, Ιωάννης — (Τρίπολη 1876 – Αθήνα 1960). Γιατρός, ιατροδικαστής και καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι. Διετέλεσε καθηγητής της ιατροδικαστικής και της τοξικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών… …   Dictionary of Greek

  • Ταρντιέ, Oγκίστ Αμβρόσιος — (Tardieu, 1818 – 1879). Γάλλος ιατροδικαστής. Διετέλεσε καθηγητής της ιατροδικαστικής και ακαδημαϊκός. Έγραψε Λεξικό δημόσιας υγιεινής και υγιεινολογίας, Ιατροδικαστική μελέτη περί προσβολής των ηθών, Ιατροδικαστική μελέτη άμβλωσης, Μελέτη περί… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… …   Dictionary of Greek

  • ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …   Dictionary of Greek

  • αρσενικό — Χημικό στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο As και ατομικό αριθμό 33. Το α. βρίσκεται στη φύση με τη μορφή διαφόρων ενώσεων, από τις οποίες σημαντικότερες είναι o αρσενοπυρίτης ή διπλά θειούχα άλατα α. και σιδήρου, το… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • ευθανασία — Όρος, ο οποίος στην αρχική έννοιά του σημαίνει ένδοξος, ωραίος, ήσυχος και φυσικός θάνατος, ο οποίος γίνεται δεκτός με πνεύμα γαλήνιο, ως μια τέλεια περάτωση της ζωής. Επίσης, ο όρος υποδηλώνει τον ανώδυνο θάνατο που προκαλείται ή επισπεύδεται με …   Dictionary of Greek

  • πατρότητα — (Νομ.). Η ιδιότητα εκείνου που δημιούργησε: «η πατρότητα του συγγράμματος» και φυσικά το να είναι κάποιος πατέρας. Η π. πηγάζει είτε από φυσικούς λόγους είτε από τη νομική τάξη. Κατά το ρωμαϊκό δίκαιο δεν αναγνωρίζεται η π. για τα παιδιά που… …   Dictionary of Greek

  • σωματομετρία — Μια από τις μεθόδους της σωματολογίας. Η σ. αναφέρεται στο σύνολο των μετρήσεων με τις οποίες μελετούμε τις σωματικές ποικιλίες των ανθρώπων, ποσοτικά, κατά τα διάφορα χαρακτηριστικά που μπορούν να μετρηθούν ακριβώς. Η σ. λέγεται και νεκρομετρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”